ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 3
Επαγγέλματα των αρχαίων
Αθηναίων
Μια εξέχουσα πόλη, όπως η Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., ήταν εύλογο να
παρουσιάζει αυξημένες ανάγκες για προϊόντα και υπηρεσίες. Τις ανάγκες αυτές
κάλυπταν ποικίλες κατηγορίες επαγγελματιών, από τους οποίους άλλοι ήταν
ελεύθεροι πολίτες και άλλοι μέτοικοι ή και δούλοι.
Ἀθηναῖοι, ὡς καὶ οἱ ἑτέρας πόλεις κατοικοῦντες, πολλὰ ἐν τῷ βίῳ
ἐπιτηδεύουσι, ἵνα τὰ ἀναγκαῖα πορίζωνται: Ναυσικύδης ναύκληρος ὢν περὶ τὴν τοῦ σώματος τροφὴν ἑαυτῷ καὶ τοῖς
οἰκείοις ἐσπούδαζε, τοῦτ' αὐτὸ δ' ἐποίουν Ξένων ὁ ἔμπορος καὶ Ξενοκλῆς ὁ
κάπηλος. Πολύζηλος ἀπὸ ἀλφιτοποιίας ἑαυτὸν καὶ οἰκέτας ἔτρεφε, ἔτι δὲ πολλάκις
τῇ πόλει ἐλειτούργει. Γλαύκων ὁ Χολαργεὺς ἐγεώργει καὶ βοῦς ἔτρεφε, Δημέας δὲ
ἀπὸ χλαμυδουργίας διετρέφετο, Μεγαρέων δ' οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας. Οὐκ
ὀλίγοι τῶν πολιτῶν τέχνην τινὰ ἐξεμάνθανον, οἷον τὴν τῶν λιθοξόων, κεραμέων,
τεκτόνων, σκυτοτόμων, καὶ πλεῖστα ἐπιτήδεια τῷ βίῳ ἐξειργάζοντο.
Ξενοφῶν,
Ἀπομνημονεύματα 2.7.6 (ελεύθερη διασκευή)
Μετάφραση
Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που κατοικούν στις άλλες
πόλεις, ασχολούνται με πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους, για να εξασφαλίζουν τα
αναγκαία (αγαθά): ο Ναυσικύδης ως ιδιοκτήτης πλοίου μεριμνούσε για τη συντήρηση
του εαυτού του και των δικών του και το ίδιο ακριβώς έκαναν ο Ξένων ο έμπορος
και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής. Ο Πολύζηλος συντηρούσε τον εαυτό του και τους
οικιακούς δούλους του από την παρασκευή κριθάλευρου και επιπλέον πολλές φορές
προσέφερε δημόσια υπηρεσία με δικά του χρήματα στην πόλη. Ο Γλαύκων από τον
Χολαργό ήταν γεωργός και εξέτρεφε ζώα (ήταν κτηνοτρόφος) και ο Δημέας ζούσε από
την τέχνη της κατασκευής χλαμύδων, ενώ οι περισσότεροι Μεγαρείς (ζούσαν) από
την τέχνη της κατασκευής εξωμίδων (ανδρικών ενδυμάτων που άφηναν ακάλυπτους
τους ώμους). Πολλοί πολίτες μάθαιναν καλά κάποια τέχνη, όπως αυτήν των
μαρμαράδων, των τεχνιτών του πηλού, των μαραγκών, των τσαγκάρηδων, κι (έτσι) εξασφάλιζαν
πάρα πολλά αναγκαία για τη ζωή.
Νοηματική
απόδοση
Το απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα που
μελετούμε αναφέρει χαρακτηριστικά επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων
επισημαίνοντας ότι χάρη σε αυτά οι πολίτες συντηρούσαν τους εαυτούς τους, τους
οικείους και τους δούλους τους, αλλά και πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στην
πόλη τους.
Ερωτήσεις
1.
Να αναφέρετε στηριζόμενοι στο κείμενο επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων.
2.
Σε ποια επαγγέλματα διακρίθηκαν οι Αθηναίοι εξαιτίας της αδυναμίας της γης τους
να τους συντηρήσει;
(λόγω της σχετικής φτώχειας της αττικής γης)
Γλωσσικά
/ Γραμματικά Σχόλια
Ἀθηναῖοι: ονομ. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄κλίσης
ὁ Ἀθηναῖος.
πολλά: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ετερόκλιτου επιθέτου, ὁ πολύς ἡ πολλή, τὸ πολύ.
τῷ βίῳ: δοτ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ βίος (= η ζωή).
ἐπιτηδεύουσι: γ΄ πληθ. ορ. ενεστώτας. ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιτηδεύω ( = καταγίνομαι με κάτι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ κάτι).
ἵνα: υποτακτικός τελικός σύνδεσμος (= για να).πολλά: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ετερόκλιτου επιθέτου, ὁ πολύς ἡ πολλή, τὸ πολύ.
τῷ βίῳ: δοτ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ βίος (= η ζωή).
ἐπιτηδεύουσι: γ΄ πληθ. ορ. ενεστώτας. ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιτηδεύω ( = καταγίνομαι με κάτι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ κάτι).
τὰ ἀναγκαῖα: αιτιατ. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἀναγκαῖος, ἡ ἀναγκαία, τὸ ἀναγκαῖον (= αναγκαίος, αναπόφευκτος).
πορίζωνται: γ΄ πληθ. υποτ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. πορίζομαι (= εξασφαλίζω, αποκτώ).
Ναυσικύδης: ονομ. εν. του κύριου αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης Ναυσικύδης.
ναύκληρος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ ναύκληρος (= ο ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου, ο ναυτικός, ο θαλασσινός).
περί: πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= γύρω από, για, σχετικά με).
τὴν τροφήν: αιτιατ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ τροφή (= η τροφή, η ανατροφή, η διατροφή).
τοῖς οἰκείοις: δοτ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ οἰκεῖος, ἡ οἰκεία/οἰκεῖος, τὸ οἰκεῖον (= συγγενής, φιλικός) // οἱ οἰκεῖοι = οι συγγενείς, οι στενοί φίλοι, οι δικοί μας άνθρωποι.
ἐσπούδαζε: γ΄ εν. ορ. παρατατικού. ενεργ. φωνής του ρ. σπουδάζω (= φροντίζω, ασχολούμαι).
τοῦτο: αιτιατ. εν. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὕτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή , αυτό).
αὐτό: αιτιατ. εν. ουδ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό ( = ο ίδιος).
ἐποίουν: γ’ πληθ. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ποιέω, ποιῶ ( = δημιουργώ, κάνω)
ὁ ἔμπορος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ ἔμπορος.
ὁ κάπηλος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ κάπηλος ( = ο μικροπωλητής).
Πολύζηλος: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού β΄κλίσης ὁ Πολύζηλος, τοῦ Πολυζήλου.
ἀλφιτοποιίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἀλφιτοποιία (= η παρασκευή κριθάλευρου).
οἰκέτας: αιτιατ. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ οἰκέτης, τοῦ οἰκέτου ( = ο δούλος του σπιτιού).
ἔτρεφε: γ’εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. τρέφω (= δίνω τροφή // (για ζώα) συντηρώ, διατηρώ, εκτρέφω).
Δημέας : ον. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ Δημέας, του Δημέου.
χλαμυδουργίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ χλαμυδουργία (= η τέχνη της κατασκευής χλαμύδων).
ἐξωμιδοποιίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἐξωμιδοποιία (= η τέχνη της κατασκευής εξωμίδων, δηλ. ενδυμάτων που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους).
ὀλίγοι: ονομ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὀλίγος, ὀλίγη, ὀλίγον (= λίγος).
τῶν πολιτῶν: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ πολίτης.
τέχνην: αιτιατ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ τέχνη.
τῶν λιθοξόων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ λιθοξόος (= ο τεχνίτης της πέτρας, ο μαρμαράς).
σκυτοτόμων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ σκυτοτόμος (= ο τσαγκάρης).