ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 4
ΕΝΟΤΗΤΑ 4
Ένα ταξίδι επιστημονικής
φαντασίας
Ο Λουκιανός (γεννήθηκε το 120 μ.Χ. περίπου) καταγόταν από τη Συρία. Άριστος
γνώστης της ελληνικής γλώσσας, στρέφεται με το έργο του εναντίον καθιερωμένων
αντιλήψεων και καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της εποχής του. Ένα σημαντικό έργο
του είναι η Ἀληθὴς Ἱστορία, που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της δημιουργικής
φαντασίας και του ανήσυχου πνεύματός του. Σε αυτό, με χαριτωμένο λόγο και
περιπαικτική διάθεση, σατιρίζει τα περιπετειώδη μυθιστορήματα της εποχής του
επινοώντας ένα υπερπόντιο ταξίδι που τον οδηγεί σε μια απίστευτη συνάντηση...
Πλέομεν ὅσον
τριακοσίους σταδίους καὶ νήσῳ μικρᾷ καὶ ἐρήμῃ προσφερόμεθα. Μείναντες δὲ ἡμέρας
ἐν τῇ νήσῳ πέντε, τῇ ἕκτῃ ἐξορμῶμεν καὶ τῇ ὀγδόῃ καθορῶμεν ἀνθρώπους πολλοὺς ἐπὶ
τοῦ πελάγους διαθέοντας, ἅπαντα ἡμῖν προσεοικότας καὶ τὰ σώματα καὶ τὰ μεγέθη,
πλὴν τῶν ποδῶν μόνων· ταῦτα γὰρ φέλλινα ἔχουσιν· ἀφ’ οὗ δή, οἶμαι, καὶ καλοῦνται
Φελλόποδες. Θαυμάζομεν οὖν ὁρῶντες οὐ βαπτιζομένους, ἀλλὰ ὑπερέχοντας τῶν
κυμάτων καὶ ἀδεῶς ὁδοιποροῦντας. Οἱ δὲ καὶ προσέρχονται καὶ ἀσπάζονται ἡμᾶς ἑλληνικῇ
φωνῇ λέγουσί τε εἰς Φελλὼ τὴν αὑτῶν πατρίδα ἐπείγεσθαι. Μέχρι μὲν οὖν τινος
συνοδοιποροῦσι ἡμῖν παραθέοντες, εἶτα ἀποτρεπόμενοι τῆς ὁδοῦ βαδίζουσιν εὔπλοιαν
ἡμῖν ἐπευχόμενοι.
Λουκιανός,
Ἀληθὴς Ἱστορία 2.3-4 (διασκευή)
Μετάφραση
Πλέουμε
περίπου τριακόσια στάδια και αγκυροβολούμε σε ένα μικρό και έρημο νησί. Αφού
μείναμε στο νησί πέντε ημέρες, την έκτη ξεκινάμε και την όγδοη διακρίνουμε
πολλούς ανθρώπους να τρέχουν εδώ κι εκεί στο πέλαγος, οι οποίοι έμοιαζαν μ’
εμάς σε όλα και στη μορφή του σώματος και στη σωματική διάπλαση εκτός από τα
πόδια μόνο· γιατί αυτά τα έχουν κατασκευασμένα από φελλό· γι’ αυτό το λόγο
μάλιστα, νομίζω, και αποκαλούνται Φελλόποδες. Απορούμε λοιπόν βλέποντάς τους να
μη βουλιάζουν αλλά να μένουν πάνω από τα κύματα και να βαδίζουν χωρίς φόβο. Και
αυτοί πλησιάζουν, μας χαιρετούν στα ελληνικά και μας λένε ότι βιάζονται (να
φτάσουν) στη Φελλώ, την πατρίδα τους. Μέχρις ενός σημείου λοιπόν μας συνοδεύουν
τρέχοντας δίπλα μας, έπειτα αλλάζουν δρόμο και προχωρούν ευχόμενοι σ’ εμάς
«καλό ταξίδι».
Νοηματική απόδοση
Ο Λουκιανός
περιγράφει μια φανταστική συνάντηση με τους Φελλόπoδες,
που θυμίζουν τους φανταστικούς ήρωες της εποχής μας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
προκαλεί ο ανθρωπομορφισμός των Φελλοπόδων τόσο στη μορφή όσο και στη
συμπεριφορά.
Ερωτήσεις
1.Ποια αξιοπερίεργα χαρακτηριστικά παρουσιάζουν οι
Φελλόποδες που περιγράφει ο Λουκιανός;
2. Πώς συμπεριφέρθηκαν οι
Φελλόποδες στον αφηγητή και στους συντρόφους του;
Γλωσσικά / Γραμματικά Σχόλια
πλέομεν: α΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πλέω (= ταξιδεύω στη θάλασσα).
σταδίους: αιτιατ. πληθ. του ουδ.
ουσιαστικού β΄ κλίσης τὸ στάδιον (=
αρχαία μονάδα μέτρησης μήκους ίση με 185 περίπου μέτρα). Στον πληθυντικό: οἱ
στάδιοι και τὰ στάδια.
τῇ νήσῳ: δοτ. εν. του θηλ. ουσιαστικού β΄κλίσης ἡ νῆσος (= το νησί).
μικρᾷ: δοτ. εν. θηλ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ μικρός, ἡ μικρά, τὸ μικρόν.
ἐρήμῃ: δοτ. εν. θηλ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἔρημος/ἐρῆμος, ἡ ἔρημη/ἐρήμη/ἔρημος/ἐρῆμος,
τὸ ἔρημον/ἐρῆμον (= ερημικός, εγκαταλειμμένος).
προσφερόμεθα: α΄ πληθ. ορ. ενεστ. μέσης
φωνής του ρ. προσφέρομαι (=
προσορμίζομαι, αγκυροβολώ).
μείναντες: ον. πληθ. αρσ. της μετοχής
αορ. ενεργ. φωνής του ρ. μένω (=
μένω, διαμένω, παραμένω).
ἡμέρας: αιτιατ. πληθ. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἡμέρα.
ἐξορμῶμεν: α΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ.
φωνής του ρ. ἐξορμάω, ἐξορμῶ (=
φεύγω από κάπου, ξεκινώ να πάω κάπου).
καθορῶμεν: α΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ.
φωνής του ρ. καθοράω, καθορῶ (=διακρίνω,
βλέπω καθαρά).
ἀνθρώπους: αιτιατ. πληθ. του αρσ.
ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ ἄνθρωπος.
πολλούς: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ανώμαλου επιθέτου πολύς, πολλή, πολύ.
διαθέοντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής
ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. διαθέω (=
τρέχω εδώ κι εκεί).
προσεοικότας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής
παρακ. του ρ. προσέοικα (= μοιάζω με
κάποιον σε κάτι).
ἅπαντα: αιτιατ. πληθ. ουδ. του τριτόκλιτου επιθέτου ἅπας, ἅπασα, ἅπαν (= όλος, ολόκληρος).
ἡμῖν: δοτ. πληθ. του α΄ προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας
ἔχουσιν: γ΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ. φωνής
του ρ. ἔχω.
οἶμαι: α΄ εν. ορ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. οἴομαι/οἶμαι (= νομίζω).
καλοῦνται: γ΄ πληθ. ορ. ενεστ. μέσης
φωνής του ρ. καλέομαι, καλοῦμαι (=
ονομάζομαι).
θαυμάζομεν: α΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ.
φωνής του ρ. θαυμάζω (= εκπλήσσομαι,
απορώ).
ὁρῶντες: ον. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ὁράω, ὁρῶ (= βλέπω).
ὑπερέχοντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της
μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ὑπερέχω
(= υψώνομαι πάνω από κάτι).
ὁδοιποροῦντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της
μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ὁδοιπορέω,
ὁδοιπορῶ (= βαδίζω, περπατώ, ταξιδεύω).
ἀσπάζονται: γ΄ πληθ. ορ. ενεστ. μέσης
φωνής του ρ. ἀσπάζομαι (= καλωσορίζω).
ἡμᾶς: αιτιατ. πληθ. του α΄ προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας.
φωνῇ: δοτ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ φωνή.
λέγουσι: γ΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. λέγω (= λέω, μιλώ).
ἐπείγεσθαι: απαρέμφατο ενεστ. μέσης φωνής
του ρ. ἐπείγομαι (= βιάζομαι).
συνοδοιποροῦσι: γ΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ.
φωνής του ρ. συνοδοιπορέω, συνοδοιπορῶ (= βαδίζω μαζί με κάποιον, συνοδεύω).
ἡμῖν: δοτ. πληθ. του α΄ προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας.
τῆς ὁδοῦ: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού
β΄ κλίσης ἡ ὁδός (= ο δρόμος).
βαδίζουσιν: γ΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ.
φωνής του ρ. βαδίζω (= προχωρώ).
εὔπλοιαν: αιτιατ. εν. του θηλ.
ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ εὔπλοια (=
το καλό θαλάσσιο ταξίδι).
ἐπευχόμενοι: ον. πληθ. αρσ. της μετοχής
ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ἐπεύχομαι
(= εύχομαι).