ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΤΑ ΑΧΩΡΙΣΤΑ
ΜΟΡΙΑ
Ορισμένες λέξεις που δε στέκονται μόνες
τους στο λόγο, αλλά χρησιμοποιούνται για την παραγωγή λέξεων, ονομάζονται αχώριστα μόρια.
Σύνθεση με
αχώριστα λόγια μόρια
Μόριο
|
Σημασία
|
Σύνθετη λέξη
|
αρχι-
|
πρώτος, ανώτερος
|
αρχι-εργάτης, αρχι-ερέας, αρχι-μηνιά
|
|
αμφι-
|
από τα
δύο μέρη, γύρω
διχασμός |
αμφί-βιο, αμφι-θέατρο, αμφί-κυρτος
αμφι-βάλλω, αμφί-ρροπος |
|
δια-
|
1.
ανάμεσα
2. παντού 3. διάλυση 4. μοιρασιά 5. ασυμφωνία 6. ανταγωνισμό 7. χρονική διάρκεια διάφορα |
1. δια-βαίνω, δια-γώνιος, διά-μετρος
2. δια-δίδω, δια-κηρύσσω 3. δια-λύω, δια-σπώ 4. δια-μοιράζω, δια-νέμω 5. δια-φέρω, δια-φωνώ 6. δια-γωνίζομαι, δια-πληκτίζομαι 7. δια-νυκτερεύω, δι-ημεύω δια-δέχομαι, δι-ενεργώ |
|
διχο-
|
σε δύο
|
διχο-τόμος, διχό-νοια, διχο-γνωμία
|
|
δυσ-
|
δύσκολος,
κακός |
δυσ-άρεστος, δυσ-πεψία
δυσ-τροπος, δυσ-φημώ |
|
εισ-
|
κίνηση προς τα μέσα
|
είσ-οδος, εισ-πράττω, εισ-άγω
|
|
εκ- / εξ-
|
1. έξω
2. αλλαγή 3. πολύ |
1. εκ-θέτω, εκ-φράζω, εξ-έχω
2. εκ-χερσώνω, εξ-ελληνισμός 3. έκ-θαμβος, έκ-πληκτος |
|
εν- / εμ
|
1. μέσα
2. ανάμεσα 3. επιτατικά διάφορα |
1. εν-έχομαι, εν-ήλικος, εμ-πιστεύομαι, εμ-πνέω<
2. εν-σωματώνω, εν-τάσσω 3. έν-αστρος, έν-θερμος, εμ-παθής εν-ισχύω, εν-οχλώ, εν-διαφέρομαι |
|
επι- / επ-
/ εφ- |
1.
επάνω
2. ανώτερος 3. εξωτερικό τμήμα 4. αυτό που ακολουθεί 5. επιτατικά 6. συμπληρωματικά 7. σκοπό διάφορα |
1. επι-βλέπω, επι-γράφω, έφ-ιππος, εφ-αρμόζω
2. επι-σμηνίας, επι-διαιτητής 3. επι-δερμίδα, επι-κάρδιο 4. επί-γονος, επί-λογος 5. επι-βεβαιώνω, επ-αυξάνω 6. επι-χορήγηση, επι-μαρτυρία 7. επί-δοξος, επι-κερδής, επι-ζήμιος επι-ζητώ, επι-ταχύνω, εφ-ευρέτης |
|
ημι-
|
1. μισό
2. σε μικρότερο βαθμό |
1. ημί-χρονο, ημί-ωρο, ημι-σφαίριο, ημι-κρανία
2. ημι-επίσημος, ημί-φως, ημί-θεος |
|
περι-
|
1. γύρω
2. πολύ 3. εξωτερικό τμήμα 4. κοντά 5. κυκλική κίνηση 6. κίνηση χωρίς στόχο 7. κρατώ μέσα |
1. περι-γιάλι, περι-ορίζω, περι-μαζεύω
2. περι-ζήτητος, περί-φημος 3. περι-κάρδιο, περι-σπέρμιο 4. περί-γειο, περι-ήλιο 5. περι-στρέφω, περι-φέρω 6. περι-φέρομαι, περι-πλανιέμαι 7. περι-έχω, περι-λαμβάνω |
|
συν-
(συγ-, συλ-, συμ-, συρ-, συσ-, συ-, συνε-) |
μαζί
|
συν-εργάτης, συν-έδριο,
συγ-γενής, συγ-κάτοικος, συλ-λαμβάνω, συλ-λαλητήριο συμ-μαζεύω, συμ-παίκτης συρ-ράπτω, σύρ-ριζα συσ-κέπτομαι, συσ-κοτίζω σύ-θαμπα, σύ-ζυγος συνε-παίρνω, συνε-φέρνω |
|
υπο-
(υπ-, υφ-) |
1. από
κάτω
2. κρυφά, λίγο 3. συνοδεία 4. πίσω |
1. υπό-γειο, υπο-διευθυντής, υφ-ήλιος
2. υπο-δηλώνω, υπο-μειδιώ, υπο-σιτίζομαι 3. υπό-κρουση 4. υπο-χωρώ |
Σύνθεση με αχώριστα λαϊκά μόρια
Μόριο
|
Σημασία
|
Σύνθετη
λέξη
|
|
α-
ανα- αν- |
στέρηση ή άρνηση
|
ά-κακος, α-ξέχαστος
ανα-βροχιά, ανα-δουλειά αν-άξιος, αν-εύθυνος |
|
ξε-
|
έξω
πολύ εντελώς στέρηση |
ξε-μυτίζω, ξε-πορτίζω
ξε-κουφαίνω, ξέ-μακρα ξε-γυμνώνω, ξε-κολλώ, ξε-τίναγμα ξε-βάφω, ξε-διψώ, ξ-ύπνιος |
ΑΣΚΗΣΗ
Να αναγνωρίσετε
το αχώριστο μόριο που υπάρχει σε καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις, το είδος
(λόγιο ή λαϊκό) και τη σημασία του.
άπιστος,
αρχιστράτηγος, επιβεβαίωση, διχογνωμία, συνένωση, περιτυλίγω, ενήλικος,
ανήλικος, υποβαθμίζω, δυσφημίζω, αμφιβάλλω, απρόσκλητος.