Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

ΤΑ ΑΧΩΡΙΣΤΑ ΜΟΡΙΑ


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ



ΤΑ ΑΧΩΡΙΣΤΑ ΜΟΡΙΑ

Ορισμένες λέξεις που δε στέκονται μόνες τους στο λόγο, αλλά χρησιμοποιούνται για την παραγωγή λέξεων, ονομάζονται αχώριστα μόρια.


                  Σύνθεση με αχώριστα λόγια μόρια

                    Μόριο
               Σημασία
                      Σύνθετη λέξη


αρχι-
πρώτος, ανώτερος
αρχι-εργάτης, αρχι-ερέας, αρχι-μηνιά
αμφι-
από τα δύο μέρη, γύρω
διχασμός
αμφί-βιο, αμφι-θέατρο, αμφί-κυρτος
αμφι-βάλλω,
 αμφί-ρροπος
δια-
1. ανάμεσα
2. παντού
3. διάλυση
4. μοιρασιά
5. ασυμφωνία
6. ανταγωνισμό
7. χρονική διάρκεια
    διάφορα
1. δια-βαίνω, δια-γώνιος, διά-μετρος
2.
 δια-δίδω, δια-κηρύσσω
3.
 δια-λύω, δια-σπώ
4.
 δια-μοιράζω, δια-νέμω
5.
 δια-φέρω, δια-φωνώ
6.
 δια-γωνίζομαι, δια-πληκτίζομαι
7.
 δια-νυκτερεύω, δι-ημεύω
δια-δέχομαι,
 δι-ενεργώ
διχο-
σε δύο
διχο-τόμος, διχό-νοια, διχο-γνωμία
δυσ-
δύσκολος,
κακός
δυσ-άρεστος, δυσ-πεψία
δυσ-τροπος,
 δυσ-φημώ
εισ-
κίνηση προς τα μέσα
είσ-οδος, εισ-πράττω, εισ-άγω
εκ- / εξ-
1. έξω
2. αλλαγή
3. πολύ
1. εκ-θέτω, εκ-φράζω, εξ-έχω
2.
 εκ-χερσώνω, εξ-ελληνισμός
3.
 έκ-θαμβος, έκ-πληκτος
εν- εμ
1. μέσα
2. ανάμεσα
3. επιτατικά
   διάφορα
1. εν-έχομαι, εν-ήλικος, εμ-πιστεύομαι, εμ-πνέω<
2.
 εν-σωματώνω, εν-τάσσω
3.
 έν-αστρος, έν-θερμος, εμ-παθής
εν-ισχύω,
 εν-οχλώ, εν-διαφέρομαι
 επι- επ-
εφ-
1. επάνω
2. ανώτερος
3. εξωτερικό τμήμα
4. αυτό που ακολουθεί
5. επιτατικά
6. συμπληρωματικά
7. σκοπό
διάφορα
1. επι-βλέπω, επι-γράφω, έφ-ιππος, εφ-αρμόζω
2.
 επι-σμηνίας, επι-διαιτητής
3.
 επι-δερμίδα, επι-κάρδιο
4.
 επί-γονος, επί-λογος
5.
 επι-βεβαιώνω, επ-αυξάνω
6.
 επι-χορήγηση, επι-μαρτυρία
7.
 επί-δοξος, επι-κερδής, επι-ζήμιος
επι-ζητώ,
 επι-ταχύνω, εφ-ευρέτης
ημι-
1. μισό
2. σε μικρότερο βαθμό
1. ημί-χρονο, ημί-ωρο, ημι-σφαίριο, ημι-κρανία
2.
 ημι-επίσημος, ημί-φως, ημί-θεος
περι-
1. γύρω
2. πολύ
3. εξωτερικό τμήμα
4. κοντά
5. κυκλική κίνηση
6. κίνηση χωρίς στόχο
7. κρατώ μέσα
1. περι-γιάλι, περι-ορίζω, περι-μαζεύω
2.
 περι-ζήτητος, περί-φημος
3.
 περι-κάρδιο, περι-σπέρμιο
4.
 περί-γειο, περι-ήλιο
5.
 περι-στρέφω, περι-φέρω
6.
 περι-φέρομαι, περι-πλανιέμαι
7.
 περι-έχω, περι-λαμβάνω
συν-
(συγ-,
συλ-,
συμ-,
συρ-,
συσ-,
συ-,
συνε-)
μαζί
συν-εργάτης, συν-έδριο,
συγ-γενής,
 συγ-κάτοικος,
συλ-λαμβάνω,
 συλ-λαλητήριο
συμ-μαζεύω,
 συμ-παίκτης
συρ-ράπτω,
 σύρ-ριζα
συσ-κέπτομαι,
 συσ-κοτίζω
σύ-θαμπα,
 σύ-ζυγος
συνε-παίρνω,
 συνε-φέρνω
υπο-
(υπ-, υφ-)
1. από κάτω
2. κρυφά, λίγο
3. συνοδεία
4. πίσω
1. υπό-γειο, υπο-διευθυντής, υφ-ήλιος
2.
 υπο-δηλώνω, υπο-μειδιώ, υπο-σιτίζομαι
3.
 υπό-κρουση
4.
 υπο-χωρώ


                Σύνθεση με αχώριστα λαϊκά μόρια


Μόριο
   Σημασία
Σύνθετη λέξη
α-
ανα-
αν-
στέρηση ή άρνηση
ά-κακος, α-ξέχαστος
ανα-βροχιά,
 ανα-δουλειά
αν-άξιος,
 αν-εύθυνος
ξε-
έξω
πολύ
εντελώς
στέρηση
ξε-μυτίζω, ξε-πορτίζω
ξε-κουφαίνω, ξέ-μακρα
ξε-γυμνώνω, ξε-κολλώ, ξε-τίναγμα
ξε-βάφω, ξε-διψώ, ξ-ύπνιος


ΑΣΚΗΣΗ

Να αναγνωρίσετε το αχώριστο μόριο που υπάρχει σε καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις, το είδος (λόγιο ή λαϊκό) και τη σημασία του.

άπιστος, αρχιστράτηγος, επιβεβαίωση, διχογνωμία, συνένωση, περιτυλίγω, ενήλικος, ανήλικος, υποβαθμίζω, δυσφημίζω, αμφιβάλλω, απρόσκλητος.